διηγηματικός

διηγηματικός
-ή, -ό (Α διηγηματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο διήγημα ή στη διήγηση, ο κατάλληλος για διήγηση
2. το ουδ. ως ουσ. το διηγηματικό
η αφηγηματική ικανότητα
αρχ.
αυτός που τού αρέσει να διηγείται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διηγηματικός — descriptive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηγηματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στο διήγημα ή τη διήγηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διηγηματικά — διηγηματικός descriptive neut nom/voc/acc pl διηγηματικά̱ , διηγηματικός descriptive fem nom/voc/acc dual διηγηματικά̱ , διηγηματικός descriptive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηγηματικώτερον — διηγηματικός descriptive adverbial comp διηγηματικός descriptive masc acc comp sg διηγηματικός descriptive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηγηματικῶν — διηγηματικός descriptive fem gen pl διηγηματικός descriptive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηγηματικόν — διηγηματικός descriptive masc acc sg διηγηματικός descriptive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηγηματικαῖς — διηγηματικός descriptive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηγηματικαί — διηγηματικός descriptive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηγηματικοῖς — διηγηματικός descriptive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηγηματικοί — διηγηματικός descriptive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”